- απορφυρος
- ἀπόρφυροςἀ-πόρφῠρος2без пурпурной каймы
(ἱμάτιον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἱμάτιον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόρφυρος — without purple attire masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρφυρον — ἀπόρφυρος without purple attire masc/fem acc sg ἀπόρφυρος without purple attire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PURA Toga — communis olim Romae hominum privatorum fuit: sic dicta quod tota alba esset, nihil purpurae admixtum habens; hinc ἀπόρφυρος Graecis. Eadem Virilis appellata est: quod qui eam sumerent, pofitâ Praetextâ, ex Ephebis transcriberentur in Viros.… … Hofmann J. Lexicon universale
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek